προσωρινό ειδικό μέτρο
View definition in:
GreekΜέτρο, μη μόνιμου χαρακτήρα, το οποίο στοχεύει στην επιτάχυνση της βελτίωσης της θέσης των γυναικών, με επιδίωξη την επίτευξη πραγματικής ισότητας με τους άνδρες, και την καθιέρωση διαρθρωτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών που απαιτούνται προκειμένου να διορθωθούν οι παρελθοντικές και υφιστάμενες μορφές διακρίσεων κατά των γυναικών, αλλά και οι επιπτώσεις τους, καθώς και να αποζημιωθούν οι γυναίκες για τις ανισότητες και τις βλάβες που υπέστησαν
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1404?lang=elFiled under: