έμφυλη μεροληψία στατιστικών δεδομένων
View definition in:
Greekεπίπτωση η οποία αφαιρεί τη διάσταση της αντιπροσωπευτικότητας από ένα στατιστικό αποτέλεσμα διαστρεβλώνοντάς το συνεχώς, εξαιτίας προκατειλημμένων ενεργειών ή ιδεών οι οποίες στηρίζονται σε αντιλήψεις με βάση το φύλο, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες δεν είναι ίσες με τους άνδρες
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1394?lang=elFiled under: