τρανσφοβία
View definition in:
Greekπαράλογος φόβος για τη μη συμμόρφωση με τις κυρίαρχες αντιλήψεις για το φύλο ή την υπέρβασή του, όπως φόβος ή αποστροφή για ανδροπρεπείς γυναίκες, θηλυπρεπείς άνδρες, παρενδυτικά άτομα, διεμφυλικά άτομα, τρανσεξουαλικά άτομα, και άλλα άτομα τα οποία δεν συμμορφώνονται με τα υφιστάμενα έμφυλα πρότυπα σε σχέση με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννησή τους
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1414?lang=elFiled under: