τρίτο φύλο
View definition in:
GreekΌρος με βάση τον οποίο τα άτομα ταξινομούνται είτε από τον εαυτό τους είτε από την κοινωνία, ούτε ως άνδρες ούτε ως γυναίκες. Αποτελεί επίσης κοινωνική κατηγορία που υπάρχει στις κοινωνίες που αναγνωρίζουν τρία ή περισσότερα φύλα .
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1406?lang=elFiled under: