επισφαλής απασχόληση
View definition in:
Greekµορφές απασχόλησης που παρουσιάζουν ελάχιστες διασφαλίσεις για την/τον εργαζόµενη/ο ως προς το να υπάρξει ή να διατηρηθεί σε ένα κοντινό μέλλον ένα «αποδεκτό» επίπεδο διαβίωσης, γεγονός που οδηγεί σε ένα βαθύ αίσθημα αβεβαιότητας και επισφάλεις για το μέλλον.
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1324?lang=elFiled under: