χρήση μη σεξιστικής γλώσσας
View definition in:
GreekΑποφυγή κατά την εκφορά του λόγου τόσο του διφορούμενου και γενικού ανδρικού γραμματικού φύλου σε ουσιαστικά που μπορεί να αναφέρονται και σε γυναίκες, όσο και εκφράσεων που εισάγουν διακρίσεις περιγράφοντας τις γυναίκες και τους άνδρες υπό το πρίσμα της εξωτερικής τους εμφάνισης ή των ιδιοτήτων και των ρόλων που αποδίδονται στο φύλο τους
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1303?lang=elFiled under: