καταναγκαστική εγκυμοσύνη
View definition in:
GreekΚατάσταση γυναίκας η οποία κατέστη έγκυος με βίαιο τρόπο και συνήθως τελεί σε παράνομο περιορισμό, με την πρόθεση να επηρεαστεί η εθνοτική σύνθεση οποιουδήποτε πληθυσμού ή να συντελεστούν άλλες σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1137?lang=elFiled under: