άμεση διάκριση
View definition in:
Greekδιάκριση βάσει της οποίας ένα άτομο αντιμετωπίζεται λιγότερο ευνοϊκά λόγω φύλου, ηλικίας, εθνικότητας, φυλής, εθνότητας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, κατάστασης υγείας, αναπηρίας, σεξουαλικών προτιμήσεων ή ταυτότητας φύλου, σε σύγκριση με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται, αντιμετωπίστηκε ή θα αντιμετωπιζόταν άλλο άτομο σε παρόμοιες περιστάσεις
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1081?lang=elFiled under: