πολλαπλή διάκριση
View definition in:
Greekκάθε συνδυασμός μορφών διάκρισης εις βάρος ατόμων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας, σεξουαλικών προτιμήσεων, ταυτότητας φύλου ή άλλων χαρακτηριστικών, και διακρίσεις τις οποίες υφίστανται όσες/οι έχουν, ή θεωρείται ότι διαθέτουν αυτά τα χαρακτηριστικά
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1297?lang=elFiled under: