Description

Προκαθορισμένο ποσοστό ή μερίδιο θέσεων, εδρών ή διαθέσιμων πόρων που καλύπτεται από συγκεκριμένη ομάδα ή χορηγείται σε αυτήν, συνήθως βάσει ορισμένων κριτηρίων η κανόνων, και αποσκοπεί στη διόρθωση κάποιας προηγούμενης ανισότητας. Κατά κανόνα εφαρμόζονται σε θέσεις λήψης αποφάσεων ή στην πρόσβαση σε θέσεις κατάρτισης ή εργασίας.

Additional notes and information

Οι ποσοστώσεις, σύμφωνα με τη φιλοσοφία των οποίων κανένα από τα δύο φύλα δεν πρέπει να υποαντιπροσωπεύεται κάτω από ένα ποσοστό, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν την πιο άμεση μορφή των θετικών μέτρων, εξυπηρετώντας την ισότητα αποτελέσματος. Αν και η ποσόστωση αφορά και στα δύο φύλα, σε πατραρχικές κοινωνίες γίνεται προφανές που εκείνες που οφελούνται από την εφαρμογή τους είναι οι γυναίκες που βελτιώνουν την εκπροσώπησή τους, κάποτε θεαματικά. Κι αυτό γιατί οι γυναίκες εξακολουθούν να υποαντιπροσωπεύονται σε μεγάλο βαθμό στα κέντρα λήψης των αποφάσων, αλλά και στις πολιτικές διαδικασίες. Οι ποσοστώσεις αποτελούν μιαν από τις στρατηγικές και μεθόδους που στοχεύουν στην επίτευξη της ισόρροπης συμμετοχής των φύλων στα κέντρα λήψης των αποφάσεω και στην πολιτική. Ωστόσο, ο θεσμός δεν γίνεται καθολικά δεκτός από τις γυναίκες και τα κινήματά τους, καθώς αρκετές/ά αμφισβητούν τον τρόπο που μπορούν οι ποσοστώσεις να συμβάλουν στην πολιτική χειραφέτηση των γυναικών