θύμα
View definition in:
Greekφυσικό πρόσωπο το οποίο υπέστη βλάβη (συμπεριλαμβανομένης της σωματικής, πνευματικής ή συναισθηματικής βλάβης ή της οικονομικής απώλειας) που προκαλείται άμεσα από ποινικό αδίκημα, ανεξαρτήτως αν ο δράστης/τρια εντοπιστεί, συλληφθεί, διωχθεί ή καταδικαστεί, και ανεξάρτητα από το αν έχει οικογενειακή σχέση με το πρόσωπο που υφίσταται τη βλάβη
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1424?lang=elFiled under: