τρανσεξουαλικότητα
View definition in:
GreekΗ βιωματική εμπειρία ατόμου με ταυτότητα φύλου διαφορετική από εκείνη που του αποδόθηκε κατά τη γέννησή του, και το οποίο επιθυμεί να την εκφράσει με τρόπο που δεν συνάδει με το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννησή του.
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1416?lang=elFiled under: