τρανσεξουαλικό άτομο
View definition in:
Greekάτομο το οποίο προτιμά φύλο διαφορετικό από αυτό με το οποίο γεννήθηκε και αισθάνεται την ανάγκη να υποβληθεί σε αλλαγές στο σώμα του ώστε να εκφράσει αυτό το συναίσθημα, όπως ορμονική θεραπεία ή/και χειρουργική επέμβαση
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1415?lang=elFiled under: