σεξουαλικά δικαιώματα
View definition in:
Greekανθρώπινα δικαιώματα τα οποία ήδη αναγνωρίζονται από τους εθνικούς νόμους, τα διεθνή έγγραφα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα έγγραφα συναίνεσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος όλων των ανθρώπων να απολαμβάνουν, απαλλαγμένοι από εξαναγκασμούς, διακρίσεις και βία, το υψηλότερο δυνατό επίπεδο υγείας σε σχέση με τη σεξουαλικότητα, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε υπηρεσίες σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγειονομικής περίθαλψης· της δυνατότητας αναζήτησης, παραλαβής και διάδοσης πληροφοριών σχετικά με τη σεξουαλικότητα· της πρόσβασης στη σεξουαλική εκπαίδευση· του σεβασμού της σωματικής ακεραιότητας· της ελεύθερης επιλογής συντρόφου· του δικαιώματος του ανθρώπου να αποφασίζει αν θα είναι σεξουαλικά ενεργός ή όχι· του δικαιώματος σε συναινετικές σεξουαλικές σχέσεις· του δικαιώματος σε συναινετικό γάμο· του δικαιώματος του ανθρώπου να αποφασίζει, εάν και πότε, θα κάνει παιδιά· και του δικαιώματος του ανθρώπου να επιδιώκει να έχει ικανοποιητική, ασφαλή και ευχάριστη σεξουαλική ζωή