άδεια μητρότητας
View definition in:
GreekΘεσμικά κατοχυρωμένη άδεια από την εργασία, την οποία η γυναίκα δικαιούται να λάβει για συνεχή περίοδο πριν από και μετά τον τοκετό ή την υιοθεσία του παιδιού
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1286?lang=elFiled under: