γλώσσα ουδέτερη ως προς το φύλο
View definition in:
Greekγλώσσα που είτε δεν αναφέρεται σε ανθρώπους, αλλά σε πράγματα ή υλικές καταστάσεις είτε γλώσσα η οποία αναφέρεται στους/στις ανθρώπους γενικά και όχι ειδικά σε γυναίκες και άνδρες
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1191?lang=elFiled under: