Κατά φύλα διαίρεση της εργασίας
View definition in:
GreekΗ συγκέντρωση των ανδρών και των γυναικών σε διαφορετικές μορφές και σε διαφορετικούς τομείς δραστηριοτήτων και απασχόλησης, με τις γυναίκες να περιορίζονται σε στενότερο φάσμα επαγγελμάτων (οριζόντιος διαχωρισμός) απ' ότι οι άνδρες, και σε χαμηλότερα κλιμάκια της ιεραρχίας (κάθετος διαχωρισμός).
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1152?lang=elFiled under: