Θηλυκός/ή /ό
View definition in:
Greekαναφορές στο φύλο γυναίκας βάσει των βιολογικών χαρακτηριστικών της
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1122?lang=elFiled under:
αναφορές στο φύλο γυναίκας βάσει των βιολογικών χαρακτηριστικών της
Η αντίστοιχη αγγλική λέξη «female» προέρχεται από το λατινικό «femella», παράγωγο του «femina», δηλαδή «γυναίκα». Συχνά θεωρείται εσφαλμένα ότι προέρχεται από το «male» (αρσενικός/ή/ό), λέξη η οποία έρχεται μέσω των αρχαίων γαλλικών από το λατινικό «masculus», παράγωγο του «mas», δηλαδή «αρσενικός-ή-ό», «ανδρικός-ή-ό».
The concepts and definitions found in this glossary were published in 2016, and some may be out-of-date. EIGE is currently looking into which terms may need to be updated in the future.