γυναικείες σπουδές
View definition in:
GreekΑκαδημαϊκός διεπιστημονικός κλάδος που εισάγει την οπτική των γυναικών στην έρευνα και στο σύνολο των επιστημών, οι οποίες έως πρόσφατα, με την ανδροκεντρική δομή και λογική τους, σύμφωνα με την φεμινιστική κριτική, όταν δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τις γυναίκες, συχνά, είτε στρέβλωναν τη δράση τους, είτε τη γελοιοποιούσαν.
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1440?lang=elFiled under: