γυναίκα
View definition in:
Greekανθρώπινο ον στο οποίο προσδίδεται γυναικείο βιολογικό φύλο κατά τη γέννησή του, ή άτομο το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1430?lang=elFiled under: