σεξουαλική παρενόχληση
View definition in:
GreekΟποιαδήποτε μορφή έμφυλης βίας που περιλαμβάνει πράξεις ανεπιθύμητης σωματικής, λεκτικής ή μη λεκτικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, οι οποίες έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του θύματος και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή προσβλητικού περιβάλλοντος γύρω από αυτό.
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1376?lang=elFiled under: