περιοριστικοί όροι
View definition in:
GreekΌροι που επιβάλλονται από αρμόδιο δικαστήριο (αλλά και από αρμόδια/ο ανακρίτρια/ή ή δικαστικό συμβούλιο) στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί κατηγορούμενος/η και οποίοι όροι δύναται να διαταχθούν οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση της απόφασης.
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1353?lang=elFiled under: