κουίρ
View definition in:
Greekόλα τα άτομα που δεν εμπίπτουν στους κοινωνικά κατασκευασμένους ρόλους (κανόνες) φύλου και σεξουαλικότητας
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1336?lang=elFiled under:
όλα τα άτομα που δεν εμπίπτουν στους κοινωνικά κατασκευασμένους ρόλους (κανόνες) φύλου και σεξουαλικότητας
Ιστορικά, ο όρος υπήρξε και χρησιμοποιούνταν για τον χαρακτηρισμό των μελών της κοινότητας των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, διεμφυλικών και κουίρ ατόμων. Τη δεκαετία του ’80, η ΛΟΑΔΚ κοινότητα αποδέχτηκε και διεκδίκησε τον όρο ως σύμβολο υπερηφάνειας.
The concepts and definitions found in this glossary were published in 2016, and some may be out-of-date. EIGE is currently looking into which terms may need to be updated in the future.