μερική απασχόληση
View definition in:
Greekαπασχόληση όπου η/ο εργαζόμενη/ος εργάζεται λιγότερες ώρες από τον συνήθη αριθμό ωρών στην εργασία πλήρους απασχόλησης
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1314?lang=elFiled under: