διαμεσολαβήτρια/ διαμεσολαβητής (ή εκπρόσωπος)
View definition in:
Greekπρόσωπο που συνήθως διορίζεται από την κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο, απολαμβάνει σημαντικό βαθμό ανεξαρτησίας και έχει εντολή να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του κοινού διερευνώντας και εξετάζοντας αναφορές για κακοδιαχείριση ή παραβίαση δικαιωμάτων
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1306?lang=elFiled under: