γυναίκα μέλος μειονότητας
View definition in:
Greekγυναίκα που ανήκει σε μια ομάδα μικρότερη αριθμητικά από τον υπόλοιπο πληθυσμό ενός κράτους, της οποίας ομάδας τα μέλη, αν και πολίτες/ιδες του συγκεκριμένου κράτους, έχουν εθνοτικά, γλωσσικά ή θρησκευτικά χαρακτηριστικά διαφορετικά από αυτά του υπόλοιπου πληθυσμού
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1294?lang=elFiled under: