μετανάστρια
View definition in:
GreekΟ όρος αναφέρεται σ΄ όσες μόνιμα ή προσωρινά, για οικονομικούς κυρίως λόγους, οικειοθελώς μεταβάλλουν τον τόπο εγκατάστασής τους, λόγω της αναζήτησης εργασίας με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1292?lang=elFiled under: