γλώσσα ευαισθητοποιημένη ως προς τη διάσταση του φύλου
View definition in:
GreekΑποτύπωση της έμφυλης ισότητας στον λόγο και τη (γραπτή και προφορική) γλώσσα, η οποία επιτυγχάνεται όταν οι γυναίκες και οι άνδρες και όσοι δεν συμμερίζονται το δυαδικό σύστημα των φύλων γίνονται ορατές/οί στο πλαίσιό της και αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σεβασμό ως πρόσωπα με ίση αξία, αξιοπρέπεια και ακεραιότητα
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1215?lang=elFiled under: