σύνθετα στερεότυπα
View definition in:
Greek1. Πλέγμα απόψεων ή προκαταλήψεων , συνήθως αστήρικτων, για μια ομάδα, το οποίο προκύπτει από την απόδοση σε αυτή χαρακτηριστικών γνωρισμάτων ή ρόλων βάσει ενός ή περισσότερων λόγων ή πεποιθήσεων. Β. Το σύνολο των αντιλήψεων που έχουν εμπεδωθεί σε μία κοινωνία, οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα δεδομένα της εμπειρίας, αλλά αξιοποιούνται, προκειμένου τα μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας να κρίνουν και να αξιολογούν τις/ους «Άλλες/Άλλους» με βάση μια εκ των προτέρων καθορισμένη οπτική γωνία
Additional notes and information
URI:
https://eige.europa.eu/taxonomy/term/1068?lang=elFiled under: